Ο επιγονατιδικός σύνδεσμος ή τένοντας βρίσκεται στην πρόσθια επιφάνεια του γόνατος. Εκφύεται από τον κάτω πόλο της επιγονατίδας και προσφύεται στο κνημιαίο κύρτωμα της κνήμης. Η τενοντίτιδα του επιγονατιδικού συνδέσμου ή τένοντα θεωρείται ως σύνδρομο υπερχρήσης. Εντοπίζεται στο εν τω βαθεί τμήμα του τένοντα και στο σημείο πρόσφυσης αυτού στον κάτω πόλο της επιγονατίδας. Η πάσχουσά περιοχή είναι μαλθακή και έχει προοδευτική εκφυλιστική πορεία. Η διάταξη των φυσιολογικών επιμηκών και κυματοειδών κολλαγόνων δεσμίδων του τένοντα διαταράσσεται και εμφανίζονται μικροσκοπικές ρίξεις ως επίσης, σε δεύτερο χρόνο, εστίες ενδοτενόντιας ασβεστοποίησης.

Αιτιολογία

Οι λόγοι που δημιουργείται η τενοντίτιδα του επιγονατιδικού συνδέσμου είναι εξωγενείς και ενδογενείς. Στους εξωγενείς παράγοντες ο σημαντικότερος είναι η μηχανική υπερφόρτωση του τένοντα που συμβαίνει συχνά στους άλτες, στους μπασκετμπολίστες, στους βολεϊμπολίστες και στους αθλητές του χάντμπολ. Οι ποδοσφαιριστές επίσης παρουσιάζουν, λιγότερο συχνά από τους αθλητές και αθλούμενους των προαναφερόμενων αθλημάτων. Στους ενδογενείς παράγοντες ρόλο σημαντικό έχουν η κακή ευθυγράμμιση της επιγονατίδας, η υψηλή επιγονατίδα, η χαλαρή επιγονατίδα και η μυϊκή ανισορροπία όπως και η ανισοσκέλεια.
Τους παραπάνω ενδογενείς παράγοντες επιτείνει η πιθανή μειωμένη ελαστικότητα και δύναμη του τετρακέφαλου και οπίσθιων μηριαίων μυών.

Συμπτώματα – διάγνωση

Ο πόνος είναι το κυρίως σύμπτωμα του αθλούμενου. Εντοπίζεται στον κάτω πόλο της επιγονατίδας. Άρχικά είναι ήπιος και γίνεται εντονότερος στο τέλος μίας έντονης αθλητικής δραστηριότητας. Ο αθλητής συνήθως αγνοεί την πρωτοεμφανιζόμενη ενόχληση γιατί του επιτρέπει να αθλείται. Σταδιακά όμως ο πόνος εμφανίζεται και κατά την διάρκεια του αθλητικού του προγράμματος με συνέπεια να επηρεάζει την απόδοση του. Όταν το πρόβλημα γίνει χρόνιο τότε ο αθλούμενος έχει ενόχληση και κατά τη διάρκεια του ύπνου. Χαρακτηριστικό της χρόνιας φάσης είναι επίσης η εμφάνιση του πόνου στην περιοχή τόσο στο ανέβασμα όσο στο κατέβασμα σκάλας. Στην περιοχή του κάτω πόλου της επιγονατίδας όταν ο τένοντας ψηλαφάται σε πλήρη έκταση του γόνατος υπάρχει έντονη ευαισθησία. Όταν όμως το γόνατο κάμπτεται σε ορθή γωνία 90 μοιρών ο τένοντας είναι υπό τάση και ο πόνος σχεδόν εξαφανίζεται. Στις χρόνιες περιπτώσεις υπάρχει ατροφία του τετρακέφαλου του έσω πλατύ και του γαστροκνημίου μυ.

Διαφορική διάγνωση

Θα πρέπει να γίνει από το σύνδρομο του λιπώδους σώματος. Από κακώσεις του πρόσθιου κέρατος των μηνίσκων, από χονδροπάθειες και κακώσεις του αρθρικού χόνδρου της επιγονατίδας και του γόνατος. Η διάγνωση γίνεται κυρίως από το καλό ιστορικό και την κλινική εξέταση. Η απλή ακτινογραφία έχει μικρή διαγνωστική αξία παρά μόνον εάν έχουν δημιουργηθεί έντονες ασβεστοποιήσεις στον τένοντα. Το υπερηχογράφημα επίσης, ενώ η μαγνητική τομογραφία μας δίνει πιο σαφείς πληροφορίες για το πρόβλημα. Εάν όμως η μαγνητική τομογραφία είναι φυσιολογική θα πρέπει να αναζητηθούν άλλες αιτίες του πόνου.

Θεραπεία

Κατά βάση είναι συντηρητική. Στις χρόνιες μορφές ο χρόνος αποθεραπείας είναι περίπου τρεις έως πέντε μήνες ενώ στις οξείες μορφές η επάνοδος του αθλητή γίνεται σε ενάμιση έως τρεις μήνες. Κατά τη συντηρητική αγωγή εκτός της αντιφλεγμονώδους θεραπείας, της φυσικοθεραπείας, του θεραπευτικού μασάζ τόσο στον τετρακέφαλο στον έσω πλατύ και τον γαστροκνήμιο μυ θα πρέπει να διορθωθούν – εάν υπάρχουν – και προβλήματα ανατομικών ανωμαλιών και μυϊκής ανισορροπίας. Στην χρόνια μορφή απαραίτητη κρίνεται και η έκχυση ενζύμων και κολλαγόνου λόγω του ότι προάγεται η επανασύνδεση και ωρίμανση των ινών του κολλαγόνου του τένοντα. Εάν αποτύχει η συντηρητική αγωγή τότε ενδείκνυται χειρουργική θεραπεία που συνίσταται στην αφαίρεση της εκφυλισμένης περιοχή του τένοντα. Η επέμβαση μπορεί να γίνει αρθροσκοπικά η ανοιχτά με διαδερμική επιμήκη τενοντοτομή. Η επάνοδος σε αθλητικές δραστηριότητες πρέπει να γίνει προοδευτικά μετά έξι μήνες από την επέμβαση.